-
1 εμπειραζω
-
2 οριζω
ион. οὐρίζω (fut. ὁρίσω - атт. ὁριῶ) тж. med.1) устанавливать границу, определять границами(χώρην ἐπί τινι Her.)
τέν ἀρχέν ὁ. Xen. — устанавливать границы владений;ὁ. βωμούς Soph. — отводить место для жертвенников;ὁρίζεοθαι τένδε χθόνα Aesch. — включать в свои владения этот край;στήλας ὁρίζεσθαι Xen. — устанавливать у себя пограничные столбы2) служить границей, отделять(τέν Ἀρμενίαν καὴ τέν τῶν Καρδούχων χώραν Xen.; τέν Ἀσίαν τῆς Λιβύης Her.)
τὰ ἀνομοιότατα αὐτὰ ἀφ΄ αὑτῶν ὁ. Plat. — отделять друг от друга наименее сходные элементы3) удалять, изгонять, pass. изгоняться Arph.4) граничить, соприкасаться(πρὸς τέν Ἀσίην Her.)
5) рассекать, пересекать, переплывать(πόρον κυματίαν Aesch.)
6) устанавливать, назначать, предписывать(νόμον Soph.; μόρον τινί Aesch.; med. ὅρον Plat.; θάνατον τέν ζημίαν Dem.; καιροὺς καὴ ὁροθεσίας NT.)
ὁ. τὸν χρόνον Plat. — устанавливать срок;ὁ. τινὴ ἀπελθεῖν Soph. — предложить кому-л. удалиться;ὁ. τινὰ θεόν Anth. — обожествлять кого-л.7) давать определение, определятьὁ. τι ἡλίκον ἐστίν Plut. — определять размеры чего-л.;
νόμῳ ὁρίζεσθαι τὸ δίκαιον Lys. — определять справедливое в соответствии с законом;τέν ἡδονέν ὁρίζεσθαι ἀγαθόν Plat. — определять наслаждение как благо, т.е. считать наслаждение благом8) med. ( об ипотечной задолженности) оценивать, заявлятьὁ. δισχιλίων τέν οἰκίαν Dem. — заявить, что дом обременен долгом в две тысячи (драхм)
-
3 επιβαινω
(fut. ἐπιβήσομαι, aor. ἐπέβην, pf. ἐπιβέβηκα; для перех. значений: fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα)1) входить, вступать(γαίης Λωτοφάγων Hom.; Σπαρτιάτιδος χθονός Eur.; γῆν καὴ ἔθνος Her.; γῆς Arst.; τῶν ἱερῶν Lys., Plat.)
ἐ. τῶν οὔρων Her. и τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat. — переступать пределы, нарушать границы страны2) (на)ступать(τοῖς ποσίν Arst. и τῷ ποδί Plut.)
ἐ. τὸν δεξιὸν πόδα τινί Luc. — наступить правой ногой на что-л.;ἐ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν Plut. — двигаться в такт звукам свирели3) вторгаться(τῆς Λακωνικῆς ἐπὴ πολέμῳ Xen.; Αἰγύπτου τε καὴ Λιβύης Plat.; ἐπὴ τέν ἱερὰν χώραν Dem.; τῇ ικελίᾳ и εἰς Βοιωτίαν Diod.)
4) в(о)сходить, подниматься, взбираться(πύργων Hom.; τείχεος, ἀντίπυργον πέτραν Eur.; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc.)
5) подниматься, т.е. ложиться(εὐνῆς Hom.; λέκτρων Aesch.; λεχέων Eur.)
ἐπιβὰς πυρῆς Hom. — будучи возложен на костер6) подниматься, т.е. садиться(ἵππων, δίφρου Hom.; νῶθ΄ ἵππων Hes.; νεῶν Hom., Eur.; τεθρίππων Eur.; ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ τῶν ἵππων Plut.)
7) доходить, достигать(πόληος Hom.; ἄχρι Μιλήτου Luc.; εἰς τὸν Ὠκεανόν Plut.; τετταράκοντα ἐτῶν Plat.)
8) достигать, обретать(ἐϋφροσύνης Hom.; τιμῆς Hes.; δόξης Soph.; σοφίας Plat.)
ἀναιδείης ἐ. Hom. — стать бессовестным9) восставать(τῷ Ἀσσυρίῳ Xen.; τοῖς ἀρίστοις Plut.)
10) ( о животных) покрывать(τὸ и ἐπὴ τὸ θῆλυ Arst.; ταῖς ἵπποις Luc.)
11) ( о несчастьях) обрушиваться, поражать(τινά, τι и πρός τινα Soph.)
12) сажать, приказывать сесть(τινὰ ἵππων Hom.)
13) приводить(τινὰ πάτρης Hom.; ψαμάθων Λὐλίδος Eur.; ἀρχαίας εὐαμερίας Pind.)
ἐϋκλείης ἐ. Hom. — возвеличивать славой, прославлять;ἐ. τινὰ ἀοιδῆς Hes. — обучить кого-л. пению14) выводить, уводить15) класть, укладывать(τινὰ τῆς σοροῦ Luc.)
См. также в других словарях:
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Κυρήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Από αυτήν προέρχεται η ονομασία της πόλης της Λιβύης. Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ήταν κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα της στα δάση του Πηλίου. Ο Απόλλων την είδε μια μέρα να… … Dictionary of Greek
τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… … Dictionary of Greek
Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν … Dictionary of Greek
Κυρηναϊκή — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Λιβύης. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και περιλαμβάνεται μεταξύ του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης στα ΒΔ και της Μαρμαρικής στα ΒΑ. Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος στη βόρεια ζώνη, η… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek